Διαταραχές



Διαταραχές


ΝΟΗΤΙΚΗ ΥΣΤΕΡΗΣΗ


Ο όρος αναφέρεται σε μειωμένη διανοητική και προσαρμοστική συμπεριφορά – λειτουργικότητα, που εκδηλώνεται νωρίς στη ζωή, κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο. Το ποσοστό των ατόμων με νοητική υστέρηση, στο γενικό πληθυσμό, ανέρχεται σε 2% έως 3% περίπου.
Στα άτομα με νοητική υστέρηση, οι λειτουργίες της σκέψης και της αντίληψης δεν παρουσιάζουν χαρακτηριστικές διαταραχές. Είναι σύμπτωμα, που συνοδεύει ετερογενή ομάδα ιατρικών καταστάσεων, από γενετικά  καθοριζόμενες και μεταβολικές διαταραχές έως λειτουργικές αλλαγές του νευρικού συστήματος μετά από τραύμα, κατά τον τοκετό ή αργότερα, κατά την πρώιμη αναπτυξιακή περίοδο. Η νοητική υστέρηση δεν οφείλεται σε μια και μοναδική νόσο αιτία, δεν χαρακτηρίζεται από από ένα συγκεκριμένο μηχανισμό και δεν παρουσιάζει την ίδια κλινική πορεία ή πρόγνωση σε όλα τα άτομα.
Διακρίνονται τέσσερις τύποι νοητικής υστέρησης, ανάλογα με το επίπεδο των γνωστικών λειτουργιών και της προσαρμοστικής συμπεριφοράς: ελαφριά, μέτρια, βαριά (σοβαρή) και βαθιά και που κατά συνέπεια ορίζουν διαφορετική συμπτωματολογία για κάθε τύπο νοητικής υστέρησης. 


ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΜΑΘΗΣΗΣ

  • Διαταραχή ανάγνωσης (Δυσλεξία)

Χαρακτηρίζεται από δυσκολίες στην ανάγνωση παρά το φυσιολογικό επίπεδο νοημοσύνης, την επαρκή σχολική εκπαίδευση και τις κοινωνικο – πολιτισμικές ευκαιρίες. Πιστεύεται ότι τα προβλήματα στην ανάγνωση οφείλονται, συχνά, σε διαταραχές λόγου, κυρίως φωνολογικού τύπου και είναι πιο συχνά στα αγόρια. Συμπτώματα μπορεί να εκδηλωθούν νωρίς κατά την προσχολική ηλικία, αλλά συνήθως αναγνωρίζεται αργότερα, κατά την ένταξη στο δημοτικό. 
Η έρευνα κατά τα τελευταία χρόνια έδειξε ότι τα παιδιά με προβλήματα ομιλίας και φωνολογικής επεξεργασίας παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο αποτυχίας στη σχολική μάθηση, ενώ εκείνα που αποδίδουν καλά σε δοκιμασίες φωνολογικής ενημερότητας εξελίσσονται σε καλούς αναγνώστες και η εκπαίδευση στη φωνολογία έχει θετική επίδραση στην κατάκτηση των δεξιοτήτων ανάγνωσης. 
Η διαταραχή ανάγνωσης συνοδεύεται στις περισσότερες περιπτώσεις από προβλήματα στην ορθογραφία (δυσορθογραφία), τα οποία αποδίδονται στην αδυναμία του παιδιού να σκεφτεί τη φωνολογική δομή των λέξεων και στη φτωχή γνώση των ορθογραφικών κανόνων. 


  • Διαταραχή γραπτής έκφρασης 

Η διαταραχή γραπτής έκφρασης χαρακτηρίζεται από σημαντικά χαμηλότερες δεξιότητες έκφρασης στον γραπτό λόγο σε σύγκριση με το αναμενόμενο για την ηλικία, το νοητικό επίπεδο του παιδιού και την ποιότητα της σχολικής εκπαίδευσης. Το γραπτό κείμενο παρουσιάζει λάθη γραμματικής, ορθογραφίας και στίξης, φτωχή οργάνωση παραγράφων και φτωχό γραφικό χαρακτήρα. Η διαταραχή συνυπάρχει, συχνά, με διαταραχή ανάγνωσης και άλλες δυσκολίες μάθησης. 


  • Διαταραχή μαθηματικών

Η διαταραχή μαθηματικών (δυσαριθμησία) αναγνωρίζεται σε παιδιά με φυσιολογική νοημοσύνη και επαρκή σχολική εκπαίδευση και εκδηλώνεται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με διαταραχή ανάγνωσης. 
Τα παιδιά διαθέτουν εκ γενετής την αίσθηση της ποσότητας, η οποία αποτελεί τη βάση για την ταχύτατη ανάπτυξη, κατά την  προσχολική ηλικία, της έννοιας του αριθμού. Κατά την ένταξη στο σχολείο διαθέτουν τις βάσεις για την εκμάθηση της αριθμητικής. Στα παιδιά με διαταραχή μαθηματικών παρατηρείται απόκλιση από το φυσιολογικό διαφορετικών δεξιοτήτων, όπως στην κατονόηση και ονομασία μαθηματικών όρων, στην αποκωδικοποίηση των προβλημάτων σε πράξεις, στην αναγνώριση και ανάγνωση αριθμών και μαθηματικών συμβόλων, στις δεξιότητες προσοχής, στην κατανόηση της μαθηματικής ακολουθίας και στην αρίθμηση. Οι δυσκολίες αριθμητικής στα παιδιά με διαταραχή ανάγνωσης αποδίδονται στις δυσκολίες λόγου. 



ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΥ

  • Αναπτυξιακή διαταραχή λόγου

Ο όρος αναφέρεται στις διαταραχές του λεξιλογίου και της γραμματικής. Είναι από τις συχνότερες διαταραχές της ανάπτυξης και παρατηρούνται μεμονωμένα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους. Διακρίνονται διαφορετικές μορφές, οι οποίες χαρακτηρίζονται από λόγο που υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με την ηλικία και το νοητικό επίπεδο του παιδιού, με αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική και ακαδημαϊκή λειτουργικότητα του παιδιού. Η διάγνωση στηρίζεται στην αξιολόγηση με σταθμισμένες, ατομικά χορηγούμενες δοκιμασίες. 

Α. Αναπτυξιακή διαταραχή λόγου εκφραστικού τύπου
Χαρακτηρίζεται από περιοσμένο λόγο και φτωχό λεξιλόγιο, δυσκολία στην κατάκτηση νέων λέξεων, προβλήματα στην ανάκληση λέξεων, μικρές προτάσεις με απλή γραμματική δομή, περιορισμένη χρήση ερωτήσεων ή άλλου τύπου προτάσεων, παραλείψεις των κυρίαρχων στοιχείων της πρότασης και αργό ρυθμό ομιλίας. Οι δυσκολίες αυτές παρεμποδίζουν την ακαδημαϊκή ή επαγγελματική απόδοση και την κοινωνική επικοινωνία του παιδιού. 
Υπολογίζεται ότι 50% των παιδιών με την διαταραχή αποκτούν φυσιολογικό λόγο καθώς μεγαλώνουν. Τα υπόλοιπα παιδιά συνεχίζουν να έχουν κάποιες δυσκολίες, σε συνδυασμό με δυσκολίες μάθησης ή ψυχιατρικές διαταραχές. 

Β. Μικτή διαταραχή, αντιληπτικού και εκφραστικού τύπου
Χαρακτηρίζεται από δυσκολίες έκφρασης, όπως εκδηλώνονται στη διαταραχή λόγου εκφραστικού τύπου και δυσκολίες κατανόησης λέξεων, προτάσεων ή δυσκολίες συζήτησης, σε σχέση με το αναμενόμενο για την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο. Η σοβαρότητα των δυσκολιών αυτών ποικίλλει. Το παιδί μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι δεν ακούει, δεν προσέχει ή μπερδεύεται, και οι δεξιότητες συζήτησης είναι, συνήθως, περιορισμένες ή ακατάλληλες. Μπορεί να συνυπάρχουν διαταραχές στην επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων, κυρίως των ακουστικών, φωνολογική διαταραχή, δυσκολίες μάθησης και δυσκολίες μνήμης. 
Τα παιδιά με τη διαταραχή παρουσιάζουν αργή εξέλιξη στο λόγο. Ποσοστό 25% περίπου των παιδιών παρουσιάζει σχετικά αργή βελτίωση, ενώ σε αντίστοιχο ποσοστό παρατηρούνται περισσότερα προβλήματα αργότερα, σε σύγκριση με την αρχική κλινική εικόνα. Τα παιδιά αυτά υστερούν σε σύγκριση με τους συνομηλίκους τους. Ο κίνδυνος εκδήλωσης διαταραχών μάθησης και ψυχιατρικών προβλημάτων είναι υψηλότερος, σε σύκριση με τη διαταραχή λόγου εκφραστικού τύπου. 


  • Φωνολογική διαταραχή

Η φωνολογκή διαταραχή χαρακτηρίζεται από διαταραχές στην άρθρωση και στη διάκριση των φωνημάτων του λόγου. Η τυπική μορφή – καθυστέρηση ομιλίας – χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση στην παραγωγή των ανάλογων της ηλικίας φωνημάτων, ή από φωνολογικά λάθη, που είναι χαρακτηριστικά παιδιών μικρότερης ηλικίας. Η καθυστέρηση ομιλίας αποκαθίσταται, συνήθως, στον 6ο χρόνο ζωής, ενώ σε μερικές περιπτώσεις αποκαθίσταται αργότερα, στον 9ο χρόνο, περίπου. 
Η διαταραχή είναι συχνή στα μέλη της ίδιας οικογένειας και μπορεί να συνοδεύεται από αναπτυξιακή διαταραχή λόγου, εκφραστικού ή αντιληπτικού και εκφραστικού τύπου. Οι μεταγλωσσικές δεξιότητες και η γνώση των κανόνων της γλώσσας υστερούν σε σχέση με το αναμενόμενο για την ηλικία, όπως και η φωνολογική ενημερότητα, η οποία έχει υψηλή συνάφεια με την επιτυχή κατάκτηση της ανάγνωσης. Το παιδί χρησιμοποιεί ανώριμα ή αποκλίνοντα πρότυπα ήχων, αν και δεν παρουσιάζει μορφολογικές ανωμαλίες, ενώ μερικά παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες στη διάκριση παραπλήσιων ήχων. 



ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΗΣ ΡΟΗΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ

  • Τραυλισμός

Ο τραυλισμός είναι διαταραχή του ρυθμού της ομιλίας και χαρακτηρίζεται από επαναλήψεις ήχων ή συλλαβών, παρά ολόκληρων λέξεων. Εκδηλώνεται, κυρίως, μεταξύ του 3ου και του 9ου χρόνου της ζωής. Το άτομο αναγνωρίζει τη δυσκολία και εκδηλώνει άγχος ή αντισταθμιστικές συμπεριφορές. 
Η διαταραχή είναι αποτέλεσμα πολύπλοκης αλληλεπίδρασης διαφορετικών παραγόντων, που ποικίλλουν από άτομο σε άτομο, ακόμη και στο ίδιο άτομο, σε διαφορετικές περιόδους. Σήμερα, θεωρείται ότι η αιτιολογία του τραυλισμού είναι οργανική σε μεγάλο ποσοστό, με τη συμβολή γενετικών, ψυχολογικών και συμπεριφορικών επιδράσεων.
Το υψηλό ποσοστό αυτόματης ίασης, που παρατηρείται στο 50 έως 80 % των περιπτώσεων, δυσχεραίνει την απόφαση για την κατάλληλη στιγμή της θεραπευτικής παρέμβασης. Παράγοντες που υποστηρίζουν  την εφαρμογή θεραπευτικών μέτρων είναι ο βαθμός πίεσης κατά την ομιλία, ο διαταραγμένος τόνος, οι επιμηκύνσεις ή αναστολή της ομιλίας, που διαρκεί περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, και η παρουσία παραμορφώσεων του προσώπου ή κινήσεων του σώματος, που συνοδεύουν τον τραυλισμό. 
Η επιλογή της θεραπευτικής προσέγγισης εξαρτάται από τη θεωρητική κατεύθυνση του ειδικού σχετικά με την αιτιολογία της διαταραχής. Οι επαγγελματίες, σε κάθε περίπτωση, υποχρεούνται να παρέχουν αντικειμενικές, αξιόπιστες εξηγήσεις, που υποστηρίζουν την εφαρμογή της μιας ή της άλλης θεραπευτικής προσέγγισης. 



ΔΙΑΧΥΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

  • Αυτισμός

Είναι ο κύριος εκπρόσωπος των διάχυτων αναπτυξιακών διαταραχών. Οι χαρακτηριστικές δυσκολίες στην αμοιβαία κοινωνική αλληλεπίδραση και στη δημιουργία σχέσης, η αποκλίνουσα λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία και η άκαμπτη σκέψη – φαντασία επηρεάζουν βαθιά τον τρόπο με τον οποίο το άτομο αντιλαμβάνεται και βιώνει τον εαυτό του και τον κόσμο, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνει, τη συμπεριφορά, την προσαρμογή και την λειτουργικότητά του στην καθημερινή ζωή. 
Η ύπαρξη αυτιστικής διαταραχής είναι πιθανή σε ένα μικρό παιδί, όταν παρατηρούνται τα ακόλουθα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά.
Έλλειψη ενδιαφέροντος για τα άλλα παιδιά. Το παιδί είναι μάλλον «μοναχικό» ή μπορεί να επιθυμεί να κάνει σχέση, αλλά φαίνεται ότι δεν ξέρει πώς να το κάνει. Μπορεί να του αρέσει να συμμετέχει σε έντονο κινητικό παιχνίδι.
Μπορεί να μην έχει ή να έχει αναπτύξει λόγο, τον οποίο δεν χρησιμοποιεί επικοινωνιακά, αν και μπορεί να έχει αρκετά καλό λεξιλόγιο. Μερικές φορές χρησιμοποιεί πολύπλοκο λόγο, που είναι «μαθημένος».
Το παιχνίδι είναι περιορισμένο, επαναληπτικό και δεν φαίνεται να οδηγεί πουθενά. Μπορεί να έχει ασυνήθιστα ενδιαφέροντα και εμμονές που κυριαρχούν. Μπορεί να εκδηλώνει υπερβολικό ενδιαφέρον για παιδικές ταινίες, το οποίο οι γονείς θεωρούν, συχνά, ως αιτία των δυσκολιών.
Φαίνεται ότι δεν μπορεί να κατανοήσει καταστάσεις και εμπειρίες, παρά την ικανότητά του να αποκτά γνώσεις και να θυμάται. Αδυνατεί να συσχετίσει τις πληροφορίες που προσλαμβάνει και να βγάλει νόημα.
Δεν μπορεί να συντονίσει την προσοχή του με την προσοχή των άλλων ή δεν αντιλαμβάνεται τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα των άλλων. Το παιδί χαρακτηρίζεται ως παράξενο, με υπερβολικό πείσμα, και ο χειρισμός της συμπεριφοράς του μπορεί να είναι δύσκολος.
Μπορεί να εκδηλώνει υπερβολική προσκόλληση στον έναν γονέα, η οποία μπορεί να εκδηλώνεται μετά από μια περίοδο αδιαφορίας. 


  • Σύνδρομο Asperger

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει διαταραχές του φάσματος του αυτισμού σε άτομα ικανά νοητικά, με ευχέρεια λόγου. Πρόκειται για χρόνια, σοβαρή νευροαναπτυξιακή διαταραχή, που χαρακτηρίζεται από ποιοτική απόκλιση στην αμοιβαία κοινωνική αλληλεπίδραση και στην επικοινωνία και από περιορισμένα ενδιαφέροντα, όπως η αυτιστική διαταραχή. 
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου Asperger είναι τα ακόλουθα:
Έλλειψη γνωστικής και συναισθηματικής αντιστοίχησης (empathy)
Αφελής, ακατάλληλη, μονόπλευρη αλληλεπίδραση
Περιορισμένη ικανότητα ή αδυναμία δημιουργίας φιλικών σχέσεων
Σχολαστικός, επαναληπτικός λόγος
Φτωχή μη λεκτική επικοινωνία
Έντονη απορρόφηση – ενασχόληση με συγκεκριμένα θέματα
Αδεξιότητα, φτωχός συντονισμός κινήσεων και παράξενη στάση σώματος

Τα παιδιά και οι έφηβοι με σύνδρομο Asperger παρουσιάζουν αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες στον κοινωνικό τομέα, που συνεχίζουν να υπάρχουν και στην ενήλικη ζωή. Αν και μερικά εκδηλώνουν ενδιαφέρον για αλληλεπίδραση με τους άλλους, παρουσιάζουν αδυναμία να εμπλακούν κατάλληλα σε παιχνίδι ή σε άλλου τύπου κοινωνική συνδιαλλαγή, ανάλογα με το αναμενόμενο για την ηλικία. 
Οι κοινωνικές δυσκολίες αποδίδονται, κυρίως, στην ελλιπή κατανόηση των ανάλογων της ηλικίας κοινωνικών κανόνων, παρά σε μειωμένο ενδιαφέρον ή φόβο για τις κοινωνικές επαφές. Τα παιδιά χαρακτηρίζονται, συνήθως, ως παράξενα στην κοινωνική επαφή, άκαμπτα, εγωκεντρικά, με δυσκολίες κατανόησης των μη λεκτικών κοινωνικών συνθημάτων και με έλλειψη γνωστικής και συναισθηματικής αντιστοίχησης. Πολλά παιδιά χαρακτηρίζονται ως ευάλωτα συναισθηματικά, με υψηλά επίπεδα άγχους, το οποίο, συχνά, δεν γίνεται αντιληπτό, επειδή δεν εκφράζεται λεκτικά ή παραλεκτικά από τον τόνο της φωνής και την στάση τους σώματος. Αυτή η δυσκολία έκφρασης του άγχους οδηγεί σε ακατανόητα, για τους άλλους, ξεσπάσματα θυμού. Προβλήματα συμπεριφοράς, άγχος, κούραση, απώλεια αυτοελέγχου, εξαιτίας των δυσκολιών πρόβλεψης του αναμενόμενου και των συνεπειών των πράξεων, παρατηρούνται συχνά. 
Ο λόγος εμφανίζεται στην αναμενόμενη ηλικία, αν και αναφέρεται ότι πολλά παιδιά παρουσιάζουν καθυστέρηση και πολλά άλλα παρουσιάζουν διαφορετικές δυσκολίες επικοινωνίας κατά την βρεφική και νηπιακή ηλικία. Τα παιδιά με σύνδρομο Asperger τείνουν να έχουν ευχέρεια λόγου στην ηλικία των 5 ετών, ακόμη και στις περιπτώσεις με πρώιμη καθυστέρηση, ακόμη κι αν ο λόγος είναι παράξενος ως προς τη χρήση για επικοινωνία.
Ο λόγος πολλών παιδιών και εφήβων χαρακτηρίζεται από σωστή γραμματική και συντακτική δομή και κατανοητή άρθρωση. Ωστόσο, οι πραγματολογικές δεξιότητες είναι φτωχές, με δυσκολίες χρήσης του λόγου στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Έτσι, ένα παιδί μπορεί να επαναλαμβάνει την ίδια φράση ξανά και ξανά, με υπερβολικές εναλλαγές χροιάς ή μονότονα, επιμένει να συζητά για ένα θέμα, που δεν ενδιαφέρει τους άλλους ή έχει δυσκολία να διατηρήσει μια συζήτηση εκτός και αν εστιάζεται σε ένα συγκεκριμένο θέμα του ενδιαφέροντός του. Ο σχολαστικός, ο τυπικός λόγος ή ο λόγος τύπου ενήλικα, μπορεί να κουράζουν περαιτέρω τους συνομηλίκους. 
Οι δυσκολίες στον τομέα της παραλεκτικής επικοινωνίας είναι συχνές και εκδηλώνονται κατά την κοινωνική αλληλεπίδραση. Περιλαμβάνουν ακατάλληλη στάση σώματος και βλεμματική επαφή, ανέκφραστο πρόσωπο και αδυναμία κατανόησης ή χρήσης κατάλληλων χειρονομιών. Η κατανόηση περιγραφών ή αφηρημένων εννοιών είναι ελλιπής. Η κατανόηση και η χρήση μεταφορών λόγου, ιδιωματισμών, αλληγορικών εννοιών, ρητορικών ερωτήσεων και της πρόθεσης του άλλου υπολείπονται σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με το άτομο. Επειδή τέτοιες συμβάσεις χρησιμοποιούνται από τους δασκάλους και τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων, δυσκολίες στους τομείς αυτούς μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στη σχολική απόδοση του παιδιού. 
Αν και πολλά παιδιά με σύνδρομο Asperger έχουν νοητικές δεξιότητες αντίστοιχες του μέσου όρου και φοιτούν σε σχολεία γενικής εκπαίδευσης, παρουσιάζουν συχνά δυσκολίες στη σχολική απόδοση. Οι δυσκολίες κοινωνικότητας και επικοινωνίας, σε συνδυασμό με τα περιορισμένα και επαναληπτικά ενδιαφέροντα, η συγκεκριμένη ποιότητα της σκέψης, οι φτωχές δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων και οργάνωσης, οι δυσκολίες διάκρισης του σημαντικού ανάλογα με την περίσταση και η δυσκολία γενίκευσης των γνώσεων και των δεξιοτήτων, επηρεάζουν αρνητικά τη συμμετοχή των παιδιών στο αναλυτικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, στην κατανόηση της ύλης και του τρόπου διδασκαλίας. Οι δάσκαλοι δεν αναγνωρίζουν, συνήθως, τις ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών, επειδή δίνουν την εντύπωση ότι κατανοούν περισσότερα απ’ όσα κάνουν. 






ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΕΛΛΕΙΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ – ΥΠΕΡΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ


Η Διαταραχή Ελλειματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ – Υ) χαρακτηρίζεται από υπερβολική κινητική δραστηριότητα, δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής και παρορμητικότητα τόσο σε δομημένες συνθήκες που απαιτούν προσοχή, έλεγχο των παρορμήσεων και περιορισμό της κινητικότητας, όπως η τάξη, όσο και σε μη δομημένες, όπως το διάλειμμα. Οι συμπεριφορές αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο και παρεμποδίζουν σημαντικά τη λειτουργικότητα του παιδιού ατην καθημερινή ζωή. 
Ο όρος υπερκινητικότητα αναφέρεται σε υπερβολικό ή αναπτυξιακά ακατάλληλο επίπεδο δραστηριότητας, κινητικής ή λεκτικής, η οποία, συχνά, φαίνεται άσκοπη. 
Η παρορμητικότητα, αδυναμία ελέγχου ή αναστολής της συμπεριφοράς, εξαιτίας της οποίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειες των πράξεων, είναι η κεντρική διαταραχή του συνδρόμου. Το παιδί δεν περιμένει οδηγίες, δεν αξιολογεί την κατάσταση, δεν λαμβάνει υπόψη τα συναισθήματα των άλλων, συμπεριφέρεται ως ανεύθυνο, ανώριμο και απότομο. Αντιμετωπίζει σοβαρή δυσκολία να ελέγξει τις αντιδράσεις του σε άσχετα ερεθίσματα ή γεγονότα και αδυνατεί να συγκρατηθεί και να αγνοήσει πιο ενδιαφέροντα ερεθίσματα τη συγκεκριμένη στιγμή. 
Ο όρος ελλειματική προσοχή αναφέρεται σε διάχυτες δυσκολίες εξαιτίας μικρής έκτασης της προσοχής και δυσκολιών συγκέντρωσης. Εκδηλώνεται σε ακαδημαϊκές και άλλες δραστηριότητες, πρακτικές και κινητικές, καθώς και στην επικοινωνία δια μέσου συζήτησης. Η διαταραχή παρατηρείται, κυρίως, σε καταστάσεις που απαιτούν προσοχή και σε ασαφείς ή επαναληπτικές δραστηριότητες, όπως η ατομική σχολική εργασία. Τα παιδιά με ελλειματική προσοχή δεν διασπώνται περισσότερο από τα υπόλοιπα παιδιά από τα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά επιμένουν λιγότερο στις δραστηριότητες που δεν είναι ενδιαφέρουσες, για να περάσουν σε άλλες που έχουν άμεσες συνέπειες ικανοποίησης. 
Η διάγνωση της διαταραχής αυτής είναι πιθανή, όταν ένα παιδί παρουσιάζει κάποια από τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
  • Δεν ανταποκρίνεται όταν του μιλούν, απαιτούνται συχνές επαναλήψεις για να τραβήξει κανείς την προσοχή του ή δίνει την εντύπωση ότι δεν κατανοεί την ποιότητα των οδηγιών.
  • Ξεχνά, κάνει λάθη απροσεξίας στις σχολικές εργασίες, οι οποίες είναι ανοργάνωτες, δυσκολεύεται να ολοκληρώσει ότι αρχίζει, περνά από μια ατέλειωτη δραστηριότητα σε άλλη και αδυνατεί να συμμετέχει κατάλληλα στα παιχνίδια. 
  • Χάνει πράγματα, απαραίτητα για το σχολείο, και σημαντικά προσωπικά αντικείμενα.
  • Στο σχολείο, συνήθως, αρχίζει και τελειώνει τις δραστηριότητες τελευταίο. 
  • Συνήθως, μιλά πολύ, απαντά απερίσκεπτα χωρίς να ερωτηθεί, δεν περιμένει τη σειρά του και διακόπτει τους άλλους.
  • Δυσκολεύεται να εστιαστεί εκ νέου όταν διακόπτεται και να διορθώσει μια ακατάλληλη ή δυσπροσαρμοστική αντίδραση. 
  • Κινείται νευρικά, στριφογυρίζει στη θέση του ή σηκώνεται, ενώ αναμένεται το αντίθετο, τρέχει και σκαρφαλώνει σε ακατάλληλες περιστάσεις και παρουσιάζει τάση για ατυχήματα.